- ερνεσίπεπλος
- ἐρνεσίπεπλος, -ον (Α)(επίθ. τού Διονύσου) αυτός που περιβάλλεται με έρνη, (= νεαρά βλαστήματα).[ΕΤΥΜΟΛ. < έρνεσι- μορφή με την οποία απαντά ο τ. έρνος ως α’ συνθετικό (κατά τα ελκεσι-πεπλος, τερψιμ-βροτος) + πέπλον].
Dictionary of Greek. 2013.